ολόπαππος

ολόπαππος
ὁλόπαππος, ὁ (Α)
(αμφβλ. λ. σε επιγραφή στην οποία χρησιμοποιείται ως λογοπαίγνιο τού ον. Φιλόπαππος) ο εξ ολοκλήρου παππούς, ο πλήρης παππούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)-* + πάππος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”